Γάλλος συγγραφέας, κινηματογραφιστής και ιδρυτής των κινημάτων «Λεττριστική Διεθνής» («Lettrist International») και «Καταστασιακή Διεθνής» («Situationist International» ή SI) και για ένα μικρό διάστημα μέλος της ομάδας «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» («Socialisme ou Barbarie»), ένα από τα ανατρεπτικότερα πνεύματα του 20ου αιώνα.
Έμεινε ορφανός από πατέρα πολύ νωρίς και ανατράφηκε από την γιαγιά του σε διάφορες μεσογειακές πόλεις. Γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Παρισίων, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να ασχοληθεί με την ποίηση, την συγγραφή και τον κινηματογράφο, έχοντας ήδη μία βαθιά καλλιέργεια και άριστη γνώση της γαλλικής λογοτεχνίας και των πολιτικο-κοινωνικών θεωριών του 19ου και 20ου αιώνα.
Τον Ιούνιο του 1952 ίδρυσε μαζί με τον Gil Joseph Wolman το καλλιτεχνικό κίνημα των «Λεττριστών» («Λεττριστική Διεθνής», «Internationale Lettriste», που στο διάστημα 1952 – 1954 εξέδωσε 14 τεύχη της ομώνυμης επιθεώρησης) μέσα από το οποίο γνώρισε την ρωσοεβραία σύζυγό του Μισέλ Μπερνστάϊν (Michele Bernstein) την οποία νυμφεύθηκε το 1953.
Στις 22 Ιουνίου 1954 η «Λεττριστική Διεθνής», εξέδωσε προς υποστήριξη των απόψεών της το δελτίο «Potlatsch» (με υπότιτλο «Bulletin d'information du groupe fran?ais de l'Internationale lettriste», 1954 – 1959, 30 συνολικά τεύχη), ονομασμένο έτσι από ένα παλαιό ινδιάνικο έθιμο που ήθελε να καταστρέφονται τα «επικίνδυνα» δώρα ως επίδειξη δύναμης του δωρολήπτη, αλλά και ως συνειδητή άρνηση όλων των υλικών αγαθών. Ως οι καλύτερες στιγμές της αρθρογραφίας του Ντεμπόρ στο «Potlatch» θεωρούνται τα κείμενα «Pourquoi le lettrisme?» (τεύχος 22, 9 Σεπτεμβρίου 1955), «Un pas en arriere» (τεύχος 28, 22 Μαϊου 1957), «Les derniers jours de Pompei» (τεύχος 21, 30 Ιουνίου 1955, με τον Mohamed Dahou) και «Encore un effort si vous voulez etre situationnistes» (τεύχος 29, 5 Νοεμβρίου 1957).
Αφού είχε ήδη διαγράψει την πλειοψηφία των μελών της «Λεττριστικής Διεθνούς», στις 13 Ιανουαρίου 1957 ο Ντεμπόρ διέγραψε τελικά και αυτόν ακόμα τον Wolman, για άγνωστους λόγους και παρά την αντίδραση ακόμα και της συζύγου του Μισέλ. Έξι μήνες αργότερα, στις 28 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ίδρυσε στην Cosio di Arroscia της ιταλικής Λιγουρίας με πολλούς άλλους νέους συνεργάτες την «Καταστασιακή Διεθνή» («Internationale Situationniste», 1957 – 1972), ως διεθνή οργάνωση, η οποία κατά τα γραφέντα από τον Μπομπ Μπλακ (Bob Black), «έχοντας ως έδρα και ορμητήριο το Παρίσι, ανέλαβε ως στόχο την αναδημιουργία του εγχειρήματος των ιστορικών πρωτοποριών, αλλά σε μία καινούργια και ανώτερη κλίμακα που θα καθιστούσε αδύνατο τον οποιονδήποτε συμβιβασμό». Αρχικά η νέα εκείνη οργάνωση αποτελούσε συγχώνευση της «Λεττριστικής Διεθνούς» και του «Διεθνούς Κινήματος για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ» του ζωγράφου Άσγκερ Γιόρν (Asger Jorn, 1914 - 1973), του πειραματιστή των εικαστικών τεχνών Τζουζέπε Πίνοτ – Γκαλίτσο και πρώην μελών της διεθνούς καλλιτεχνικής ομάδας «Κόμπρα» («Cobra», έτος διάλυσης: 1951), το οποίο επεδίωκε την δημιουργική «απελευθέρωση των μορφών», ωστόσο με τον καιρό ο χαρακτήρας της οργάνωσης άλλαξε αρκετά.
Ο Μπομπ Μπλακ γράφει: «αν και πάντα εμφανιζόταν ως ένα αρραγές σύνολο, η Καταστασιακή Διεθνής γνώρισε αρκετά σχίσματα και κατά καιρούς διεγράφησαν 45 από τα 70 μέλη της. Η θεμελιώδης αντινομία, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχούσε στην αρχική διαίρεση σε μέλη που προέρχονταν από το Διεθνές Κίνημα για ένα Φανταστικό Μπάουχαουζ και σε μέλη που προέρχονταν από τους Λεττριστές, ήταν ανάμεσα στους θεωρητικούς της αισθητικής και σε εκείνους της πολιτικής. Οι πρώτοι ήσαν συνήθως σαξονικής καταγωγής (όπως ο Δανός Γιορν, ο Ολλανδός Κονστάντ, οι Γερμανοί της ομάδας Spur, με την χαρακτηριστική εξαίρεση του Ιταλού Πίνοτ – Γκαλίτσο) ενώ οι δεύτεροι ήσαν νοτιο-ευρωπαϊκής καταγωγής και συσπειρώνονταν γύρω από την καθοδήγηση του Γκυ Ντεμπόρ… Στην 5η Συνδιάσκεψη της Καταστασιακής Διεθνούς στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, οι δύο τάσεις συγκρούστηκαν ανοιχτά. Οι politicos είχαν πρόσφατα επιδοθεί στην έρευνα της Ιστορίας του επαναστατικού κινήματος και είχαν υιοθετήσει τον συμβουλιακό κομμουνισμό, επηρεασμένοι από την επιθεώρηση (και ομάδα των Κορνήλιου Καστοριάδη, Κλωντ Λεφόρ, κ.ά.) ‘‘Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα’’.
Οι θεωρητικοί της αισθητικής δεν ήσαν εντελώς αντίθετοι στον προσανατολισμό αυτόν. Έδειχναν όμως έντονα σκεπτικιστές όσον αφορά την προοπτική μίας ανανεωμένης προλεταριακής εξέγερσης, μέσα στο τέλμα της κοινωνίας της ευημερίας των αρχών της δεκαετίας του ’60. Εκείνο που, αντίθετα, πρότειναν στην παρούσα φάση ήταν να αναπτύξουν περισσότερο τις δυνάμεις τους εκεί όπου αυτές ήσαν ήδη αισθητές, δηλαδή στον κόσμο της Τέχνης. Οι θεωρητικοί της πολιτικής ανταπάντησαν ότι οι θεωρητικοί της αισθητικής (που αντιπροσωπεύονταν κύρια από την γερμανική ομάδα Spur) υποτιμούσαν τις χειρονομίες άρνησης που εκδηλώνονταν κάτω από την μύτη τους» .
Από την δική του προσωπική πλευρά, ο Ντεμπόρ, που ήδη είχε ιδρύσει και ομώνυμη του κινήματος επιθεώρηση (την «Internationale Situationniste», που εξέδωσε 12 συνολικά τεύχη κατά το διάστημα 1958 - 1969), πρότεινε ως κύριος καθοδηγητής των politicos να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία η «διπλή μέθοδος της μεταστροφής» και η «περιπλάνηση». Η πρώτη («detournement», όπως ο ίδιος την αποκαλούσε) αναποδογύριζε και επαναδιατύπωνε απλούς κοινούς τόπους ή θέσεις μεγάλων στοχαστών, ενώ η δεύτερη («derive», όπως την αποκαλούσε) καθόριζε έναν συγκεκριμένο τρόπο διάβασης από τα πράγματα. Η θεωρία της «περιπλάνησης» αναπτύχθηκε στο κείμενο του Ντεμπόρ «Theorie de la derive», που πρωτοδημοσιεύθηκε στο «Les Levres Nues», τεύχος 9, τον Νοέμβριο του 1956 και αναδημοσιεύθηκε στο 1ο τεύχος της επιθεώρησης «Internationale Situationniste» τον Δεκέμβριο του 1958.
Συνέγραψε το 1957 το πρώτο βιβλίο του με τίτλο «Το τέλος της Κοπενχάγης» («Fin de Copenhagen») σε συνεργασία με τον Άσγκερ Γιορν και την πρωτομαγιά του επόμενου έτους (1958) ακολούθησε το δεύτερο με τίτλο «Αναμνήσεις» («Memoires», πάλι μαζί με τον Γιορν), που ήταν δεμένο με γυαλόχαρτο ώστε να καταστρέφει όλα τα άλλα βιβλία που τοποθετούντο δίπλα του. Ο Ντεμπόρ υπήρξε ένας προχωρημένος, ολιγόλογος όσο και ακριβολόγος θεωρητικός και ένας «έργω» ποιητής, ένας στρατηγικός ανατροπέας που οργάνωνε και προέβαλε μόνος του αυτός ο ίδιος τις όποιες δραστηριότητές του («στρατηγό» τον αποκάλεσαν οι θαυμαστές του), ταυτόχρονα πολύ ιδιοφυής και πολύ αυταρχικός, ώστε να ταυτίσει τελικά το πρόσωπό του και τις προσωπικές του θέσεις με την «Καταστασιακή Διεθνή» (όπως ο Ροβεσπιέρος είχε ταυτιστεί με την Γαλλική Επανάσταση κατά την περίοδο 1792 - 1794), οριοθετώντας τόσο το όλο πολιτικό στίγμα της όσο και τα όρια της επαναστατικής επιρροής της.
Μετά από την 5η ετήσια συνδιάσκεψή της στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας το έτος 1962, η «Καταστασιακή Διεθνής» υιοθέτησε ακραία πολιτική – επαναστατική θέση και προσανατολισμό, διέγραψε αρκετά «αφοπλισμένα» και «απλώς καλλιτεχνίζοντα» μέλη της από την Γερμανία και τις Σκανδιναβικές χώρες και συσπειρωμένη γύρω από τις ανατρεπτικές θέσεις του Ντεμπόρ, αλλά και των Ραούλ Βανεγκέμ και Μουσταφά Καγιάτι, κατόρθωσε να οργανώσει την ιδιαίτερη θεωρητική της συνοχή και διεισδυτικότητα στον εργατικό και φοιτητικό χώρο, δημιουργώνας μάλιστα στον δεύτερο το περίφημο «σκάνδαλο του Στρασβούργου» που στάθηκε ο προάγγελος της εξέγερσης του Μάη του 1968.
Το 1967 ο Ντεμπόρ κυκλοφόρησε το διεισδυτικό βιβλίο του «Η Κοινωνία του Θεάματος» («La Societe du Spectacle», «Society of the Spectacle»), το οποίο θα γίνει τρόπον τινά η «Βίβλος» των καταστασιακών και θα επηρεάσει έντονα το γαλλικό, και όχι μόνο, επαναστατικό κίνημα της επόμενης χρονιάς. Πολλές φράσεις της «Κοινωνίας του Θεάματος» φιγουράριζαν τον Μάη του 1968 ως συνθήματα των εξεγερμένων στους τοίχους του Παρισιού.
Γύρω στο 1970 ο Ντεμπόρ εγκατέλειψε την Μισέλ Μπερνστάϊν (από την οποία πήρε διαζύγιο τον Ιανουάριο του 1972) για την κατά δέκα χρόνια νεότερη γαλλοκινέζα (από κινέζα μητέρα) συγγραφέα και ποιήτρια Αλίς Μπέκερ – Χο (Alice Becker – Ho), μέλος της «Καταστασιακής Διεθνούς» από το 1963, την οποία νυμφεύθηκε στις 5 Αυγούστου 1972. Το ίδιο έτος η «Καταστασιακή Διεθνής» προχώρησε σε μία ακόμα συζήτηση προσανατολισμού, όπου ο Ντεμπόρ πρότεινε και πέτυχε την αυτοδιάλυσή της για να αποφευχθεί η επαναφομοίωσή της από το σύστημα και το κατεστημένο, αν και έκτοτε πάμπολλες ομάδες ανά τον κόσμο ακολούθησαν τις θέσεις και κατευθύνεις της.
Μετά την διάλυση της «Διεθνούς», ο Ντεμπόρ απομονώθηκε και αφιερώθηκε στο διάβασμα και στο επιλεκτικό γράψιμο, ενώ, επανερχόμενος στον χώρο του κινηματογράφου, δημιούργησε κάποιες ταινίες με χρηματοδότηση από τον πλούσιο παραγωγό και εκδότη Gerard Lebovici. Από τις ταινίες του εκείνης της περιόδου ξεχώρησαν η κινηματογραφική απόδοση της «Κοινωνίας του Θεάματος» το 1973 και η σχεδόν αυτοβιογραφική ταινία «In Girum Imus Nocte Et Consumimur Igni» («Κάνουμε κύκλους μέσα στην νύχτα και αναλωνόμαστε από φωτιά») το 1978, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία ταινία του.
Η φορτωμένη καταχρήσεις ζωή του, επιβάρυνε την υγεία του. Στις 30 Νοεμβρίου 1994 σε ηλικία 62 ετών πληροφορήθηκε ότι πάσχει από αλκοολική πολυνευρίτιδα και προτίμησε την αξιοπρέπεια της άμεσης αποχώρησης από τον κόσμο των θνητών, αυτοκτονώντας με μία σφαίρα στην καρδιά του.
Κινηματογραφικές (ασπρόμαυρες) ταινίες: «Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ» («Hurlements en faveur de Sade», 1952)
«Αναφορικά με το πέρασμα κάποιων προσώπων σε μία πολύ μικρή χρονική περίοδο» («Sur le passage de quelques personnes a travers une assez courte unite de temps», 1959)
«Κριτική της αποξένωσης» («Critique de la separation», 1961)
«Η Κοινωνία του Θεάματος» («La Societe du Spectacle», 1973)
«Διάψευση όλων των κρίσεων, είτε εχθρικών είτε εξυμνητικών προς την κινηματογραφική ταινία ’’Η Κοινωνία του Θεάματος’’» («Refutation de tous les jugements, tant elogieux qu’hostiles, qui ont ete jusqu’ici portes sur le film ‘‘La Societe du spectacle’’», 1975)
«Κάνουμε κύκλους μέσα στην νύχτα και καταβροχθιζόμαστε από φωτιά» («Ingirum imus nocte et consumimur igni» 1978)
Ταινίες για τον Ντεμπόρ:
«Γκυ Ντεμπόρ, η τέχνη του , οι καιροί του» («Guy Debord, son art, son temps», 1995 από τους Guy Debord, Brigitte Cornand και Canal Plus)
Βιβλία του Ντεμπόρ:
«Το τέλος της Κοπενχάγης» («Fin de Copenhagen», 1957, μαζί με τον Asger Jorn)
«Αναμνήσεις» («Memoires, 1958, μαζί με τον Asger Jorn)
«Ενάντια στον κινηματογράφο» («Contre le cinema», 1964)
«Η Κοινωνία του Θεάματος» («La societe du spectacle», 1967)
«Το αληθινό σχίσμα στην Διεθνή» («La Veritable Scission dans L'Internationale», 1972 μαζί με τους Gianfranco Sanguinetti, Rene Riesel και Raoul Vaneigem)
«Πλήρεις κινηματογραφικές εργασίες, 1952 - 1978» («Οeuvres cinematographiques completes, 1952 - 1978», 1978)
«Σπάνια κείμενα: 1955 - 1970» («Textes rare: 1955 - 1970», 1981)
«Θεωρήσεις για την δολοφονία του G. Lebovici» («Considerations sur l'assassinat de Gerard Lebovici», 1985)
«Σχόλια επάνω στην κοινωνία του θεάματος» («Commentaires sur la societe du spectacle», 1988)
«Πανηγυρικός 1» («Panegyrique, tome premier» 1989)
«Κάνουμε κύκλους μέσα στην νύχτα και καταβροχθιζόμαστε από φωτιά» («In girum imus nocte et consumimur igni» 1990)
«Πανηγυρικός 2» («Panegyrique, tome second» 1997)
Βιβλία για τον Ντεμπόρ:
Bracken Len, «Guy Debord – Revolutionary», Venice CA, 1997
Jappe Anselm, «Guy Debord», San Francisco 1999
Μπαμπασάκης Γιώργος – Ίκαρος, «Guy Debord 1931 - 1994», Αθήνα, 2001
Hussey Andrew, «The Game of War: The Life and Death of Guy Debord», London 2001
Merrifield Andy, «Guy Debord», London 2005
Copyright 2007, Bλάσης Γ. Ρασσιάς. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή.
Πηγή: http://www.rassias.gr/7D.html
No comments:
Post a Comment