Αδέλφια, Έλληνες και Ελληνίδες της Λαμίας… O λόγος μου αυτός δεν θα μοιάζει καθόλου με τους λόγους που γνωρίσατε μέχρι σήμερα. Δεν πρόκειται να σας υποσχεθώ, ούτε πως θα σας φτιάξω γεφύρια ή… ποτάμια όπως σας υποσχόντουσαν πως θα σας φέρουν οι παλιοί κομματάρχες, ούτε θα σας τάξω…
Κάποτε η γωνιά αυτή της γης που πατάμε και λέγεται Ελλάδα ήτανε δοξασμένη κι ευτυχισμένη κι είχε ένα πολιτισμό, οπού επί 2 1/2 χιλιάδες χρόνια συνεχίζει να παραμένει και να θαυμάζεται απ’ όλον τον κόσμο. Κάποτε, λοιπόν, η χώρα μας ήτανε δοξασμένη, μα αργότερα την υποδούλωσαν κι έχασε την παλιά της αυτή δόξα...
Στην εποχή της σκλαβιάς πέρασε σκληρά, μαύρα χρόνια και πολλοί «έξυπνοι», ανάμεσα στους οποίους και κάποιος Φαλμεράγιερ, ισχυρίστηκαν πως η Ελληνική φυλή έσβησε κι ότι αυτή διασταυρώθηκε μ΄ αλλες φυλές, που δεν έχουν τίποτα το κοινό με την αρχαία Ελληνική φυλή. Μα ότι κι αν πούνε, αυτό δεν έχει καμία αξία. Την ελληνικότητα μας την αποδείξαμε. Γεγονός είναι ότι η χώρα μας ξεσηκώθηκε και ξαναγένηκε πάλι λεύτερη.
Αυτό κάνεις δεν το ήθελε. Ούτε οι ξένοι βασιλιάδες, ούτε οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες. Οι ξένοι δεν το θέλανε, γιατί φοβισμένοι από τη Γαλλική επανάσταση, χτυπούσαν όλες τις εξεγέρσεις και δημιούργησαν γι’ αυτό μεταξύ τους την Ιερή Συμμαχία. Οι ντόπιοι κοτζαμπάσηδες γιατί τα είχανε καλά με τους Τούρκους και ξεζουμίζανε το λαό.
Μα ο ελληνικός λαός δε θα΄τανε αυτός ο λαός, ο λαός δηλαδή της χώρας της λευτεριάς και του πολιτισμού, αλλά λαός ζούγκλας, αν δεν έβγαζε μέσα από τα σπλά-χνα του τους αρχηγούς εκείνους, που θα οδηγούσανε στη λευτεριά του…
Όλοι - ξένοι και ντόπιοι - πάλεψαν για να μην ξεσηκωθεί ο λαός κι αποχτήσει τη λευτεριά του.
Μέσα στα χρόνια της σκλαβιάς δε σταμάτησαν οι αγώνες. Μικροί ή μεγάλοι. Ένοπλοι ή όχι. Κι ύστερα μέσα απ’ αυτό το λαό ξεπήδησε ο μεγάλος βάρδος της επανάστασης πού ύμνησε με τα τραγούδια του την ιδέα της εξέγερσης του έθνους, ο πρόδρομος της Φιλικής Εταιρίας: ο Ρήγας. Η αντίδραση τον σκότωσε... Μα ο σπόρος που έσπειρε βλάστησε σύντομα.
Ας ούρλιαζε η αντίδραση. Ας υπόγραφε άτιμα χαρτιά, σαν αυτό πού υπογράφηκε στη διάσκεψη της Βιέννης στα 1815, κάτω από το όποιο έβαλε την υπογραφή του κι ο πολύς Γιάννης Καποδίστριας και που διαλάμβανε ότι όχι μόνο δε θα ευνοηθεί και επιτραπεί ένα εθνικοαπελευθερωτικής κίνημα στην Ελλάδα, μα και θα πνιγεί στο αίμα αν ξεσπάσει.
Ο Γιάννης Καποδίστριας, που μας τον παρουσιάζουν στα σχολειά σαν μεγάλο και τρανό, με προτομές και πορτραίτα, είναι ο πρώτος καταστροφέας της Ελλάδας. Μα ότι έκανε, δεν το έκανε σαν Καποδίστριας, μα σαν εκπρόσωπος όλης της Ελληνικής αντίδρασης.
Τίποτα δεν ήτανε ικανό να συγκρατήσει τη φλόγα για τη λευτεριά, που έκαιγε μέσα στις καρδιές του λαού μας. Έτσι, στα 1821, ύστερα από κόπους και θυσίες και χάρη στον ενθουσιασμό και τη φλόγα του Παπαφλέσσα, που χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, ακόμα και την ψευτιά, κηρύσσοντας την εξέγερση, ξεσηκώθηκε πρώτος ο Μοριάς.
Έτσι οι πρόγονοι μας ανάγκασαν όλους τους εχθρούς μας να γλύψουν εκεί που έφτυσαν και ν’ αναγνωρίσουν τους αγώνες μας και την ανεξαρτησία μας. Κανείς δεν πίστευε προηγούμενα σ’ αυτό το θαύμα, που συντελέστηκε από τις ίδιες τις δυνάμεις και τα μέσα του λαού.
Η επανάσταση απόδειξε, ότι αυτή μόνη της χάρισε τη λευτεριά της πατρίδας μας. Τα παραμύθια του φιλελληνισμού, χάρη στον οποίο αποκτήσαμε δήθεν τη λευτεριά μας, εφευρέθηκαν μόνο και μόνο για να γίνει πιστευτό, ότι η πατρίδα μας λευτερώθηκε, όχι από τις ίδιες της τις δυνάμεις, μα από τους ξένους!
Υπήρξαν βέβαια φιλέλληνες που αγωνίστηκαν, πολέμησαν κι έχυσαν το αίμα τους για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Τιμή και δόξα σ’ αυτούς κι αιώνια ας είναι η ευ-γνωμοσύνη του έθνους. Μα αυτοί υπήρξαν μεμονωμένα άτομα…
Ο λαός νόμιζε, ότι μια που πέτυχε πια η επανάσταση, θα επακολουθούσαν τα χρόνια της ευτυχίας του…
Μα στη θέση αυτών η ντόπια και ξένη αντίδραση επιβλήθηκαν και φέρανε τον Καποδίστρια, τη Βαυαρική δυναστεία με τον Όθωνα. Χρόνια και χρόνια απάτης και ρεμούλας μας κράτησαν μακριά από την ευτυχία και τον πολιτι-σμό και μας ρίξανε μέσα στην εξαθλίωση, την πείνα, την κακομοιριά και τη δυστυχία.
Έτσι η Ελλάδα που υπήρξε κάποτε η πηγή των φώτων και του πολιτισμού, κατάντησε να βρίσκεται στο πιο χαμηλό επίπεδο οικονομικής, κοινωνικής και εκπολιτιστικής ανάπτυξης, όχι μόνο έναντι των λαών της Ευρώπης, αλλά και των Βαλκανίων. Έτσι, ύστερα από 120 χρόνια, ξαναπέσαμε πάλι στη σκλαβιά, γιατί έτσι κακά μας κυβερνήσανε στο διάστημα αυτό.
Σ’ αυτή την κατάσταση βρεθήκαμε όταν ξέσπασε η πολεμική λαίλαπα ... Με την επίγνωση ότι η χώρα μας θα τραβούσε στην καταστροφή μπήκανε στον πόλεμο.
Έχουμε ντοκουμέντα στα χέρια μας, πού μας αποδείχνουν, ότι οι άνθρωποι αυτοί είχανε σκοπό να ρίξουνε μόνο τρεις τουφεκιές στο Αλβανικό μέτωπο κι ύστερα να μας παραδώσουν στους φασίστες… Έτσι ήλθαν οι Γερμανοί στον τόπο μας και μας σκλαβώσανε.
Μα για μας, για το λαό μας, καμιά κηλίδα δε θα μπορούσε να προσαφθεί, ότι εγκαταλείψαμε τα εδάφη μας. Αυτή θα κολλούσε, όταν δεν ξεσηκωνόμαστε! Κι όμως, δε θα συμβιβάζονταν με τη λογική και τη ράτσα μας, αν δε βγαίναν πάλι τα στοιχεία αυτά που θα κρατούσανε ψηλά την τιμή του έθνους μας, μέσα από το λαό μας.
Μια μαυρίλα πλάκωνε τον ελληνικό ορίζοντα. Κανείς δεν ήξερε τι θα έφερνε η αύριο και πώς θα ξεφεύγαμε από τη σιδερένια τανάλια που μας έσφιγγε. Κείνοι που ένιωθαν βρίσκονταν στις φυλακές και τα ξερονήσια…
Αυτοί άναψαν το δαυλό κι έδωσαν το σύνθημα για τον ξεσηκωμό του Έθνους. Αυτοί δώσανε το κουράγιο στους Έλληνες. Αυτοί που δημιούργησαν τη νέα Φιλική Εταιρία: το ΕAM. Βέβαια, ποιος θα΄τανε κείνος που μπορούσε να πιστέψει τότε ότι αυτή η φούχτα των ανθρώπων θα έφερνε στη χώρα μας τη μεγαλόπρεπη αυτή νίκη.
Όταν έχουμε τη μέρα της εθνικής ανεξαρτησίας μας, πού γιορτάζουμε στις 25 Μάρτη, χαιρόμαστε, τραγουδάμε και κλαίμε από τη συγκίνηση. Μα από δω και πέρα θα έχουμε δυο εθνικές γιορτές: την 25η Μάρτη και την 27η Σεπτέμβρη επέτειο της δημιουργίας του ΕΑΜ.
Στα προηγούμενα χρόνια πολλοί περνούσανε από την πλατεία του Διάκου, μα κα-νείς δεν ένιωθε τον παλμό που περιείχε το τραγούδι, που μας δίδασκε στο σχολείο ο παλιός καθηγητής μας ο Λάσκαρης: Σας ευλογεί του Διάκου μας το τιμημένο χέρι.
Κανείς δεν ένιωθε, ότι έπρεπε να φύγει μακριά από τα μικροσυμφέροντα του και να παλέψει για τη λευτεριά. Μα η χούφτα αυτή των ανθρώπων, που σας μίλησα πιο πάνω, ρίχτηκε ολόψυχα στον αγώνα.
Όπως και στα 1821 όλη η αντίδραση συνωμότησε εναντίον της και στην αρχή δεν έλεγε τίποτα για το αντάρτικο, Μα όλα αυτά στάθηκαν ανίκανα να σπάσουν τον αγώνα της. Αντίθετα, αυτή ρίζωνε κάθε μέρα και πιο πολύ κι ανέπτυσσε τη δράση της…
Κι όταν είδαν ότι το αντάρτικο μεγάλωνε, παρά τη σιωπή τους, τότε κι αυτοί άλ-λαξαν τρόπο για να μας πολεμήσουν… Ναι, φωνάζανε. Δεν υπάρχει αντίρρηση, ότι οι αντάρτες διεξάγουν εθνικό αγώνα. Μα το ζήτημα αυτό θα λυθεί από τους ισχυρούς. Τι μας χρειάζονται, λοιπόν, οι αγώνες κι οι σκοτωμοί, αφού τα ζητήμα-τα μας θα τα λύσουνε άλλοι; Λυτό το σύνθημα έπιανε. Είχανε όμως δίκιο; Ασφα-λώς όχι! Γιατί δεν είχανε δίκιο;
Στα 1941-42 το ΕΑΜ δεν ήτανε ακόμα ισχυρό. Γι’ αυτό δεν είχε αρχίσει ο αγώνας να παίρνει μαζικό χαραχτήρα. Ούτε κι αντάρτικη δράση υπήρχε. Κι όμως:
Στα 1941-42 πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες, που επακολούθησαν απ’ αυτήν 300.000 άνθρωποι μόνο στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα περίχωρα. Και θα πέθαιναν αργότερα ακόμα περισσότεροι αν το ΕΑΜ δεν κινητοποιούσε με συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια και απεργίες το λαό και δεν τον εμ-ψύχωνε: Να επιβληθεί το σταμάτημα της αρπαγής της παραγωγής μας από μέρους των κατακτητών... Να προσέξουν την κατάσταση της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Αν το αντάρτικο δε σταματούσε τις φάλαγγες των Γερμανών που κλέβανε την παραγωγή της χώρας μας και δεν καταργούσε την συγκέντρωση της παραγω-γής που την βάζανε στο χέρι οι καταχτητές, αν δε γίνονταν όλα αυτά, τότε τα θύματα από την πείνα και τις αρρώστιες θα ήταν πολύ περισσότερα.
Όλες οι χιλιάδες των θυμάτων, που πέσανε για τη ζωή και τη λευτεριά του λαού μας, ποτέ δε φθάνουν τα θύματα της πείνας και των ασθενειών…
Αλλά. Πότε ακούστηκε στην ιστορία της ανθρωπότητας να πραγματοποιείται η απελευθέρωση μέσω της μπαγαποντιάς; Ποτέ! Η λευτεριά δεν κερδίζεται με ξόρ-κια, αλλά με αγώνες και θύματα! Μα κι αν το θέλαμε δεν είχαμε αυτό το δικαί-ωμα. Το δικαίωμα δηλαδή να κηλιδώσουμε την ιστορία της πατρίδας μας. Αυτό θα ήτανε ασέβεια στη μνήμη των ηρωικών μας προγόνων…
Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα και τρέχει να βρει κέρδη σ’ όποια χώρα υπάρ-χουνε τέτοια. Γι’ αυτό δε νοιάζεται κι ούτε συγκινείται με την ύπαρξη των συνόρων και του κράτους. Ενώ εμείς, το μόνο πού διαθέτουμε, είναι οι καλύβες μας και τα πεζούλια μας. Αυτά αντίθετα από το κεφάλαιο που τρέχει όπου βρει κέρδη, δε μπορούν να κινηθούν και παραμένουν μέσα στη χώρα που κατοικούμε.
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να ενδιαφερθεί καλύτερα για την πατρίδα του; Αυτοί που ξεπορτίζουν τα κεφάλαιά τους από τη χώρα μας ή εμείς που παραμένουμε με τα πεζούλια μας εδώ; Μα εμείς υποσχεθήκαμε στο λαό και κάτι άλλο: Ότι δεν θ’ αφήσουμε το όπλο από το χέρι μας αν δεν πετύχουμε και τη διπλή λευτεριά: τη Λαοκρατία!
No comments:
Post a Comment